- αχυρόλασπη
- αχυρόλασπη, η και αχερόλασπη, ηλάσπη ανακατεμένη με ψιλοκομμένο άχυρο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αχυροπλιθιών: Αρκετά σπίτια στα χωριά είναι καμωμένα με αχυρόλασπη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.